брезгливость - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

брезгливость - translation to πορτογαλικά

СИЛЬНАЯ ФОРМА НЕПРИЯТИЯ
Неприятие; Брезгливость
  • А. Броувер]]: ''Горький напиток''

брезгливость      
nojo (m), repulsa (f), asco (m)

Ορισμός

брезгливость
ж.
Отвлеч. сущ. по знач. прил.: брезгливый.

Βικιπαίδεια

Отвращение

Отвраще́ние, омерзе́ние — отрицательно окрашенное чувство, сильная форма неприятия, неприязни и брезгливости. Противоположная эмоция: удовольствие.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για брезгливость
1. Но уперлось в обыкновенную брезгливость порядочных людей.
2. Пересилив брезгливость, отведал блюдо – представьте, оказалось вкусно!
3. Напротив, у посторонних взрослых они вызывают брезгливость.
4. Мешали собственная разборчивость, порядочность, врожденная брезгливость?
5. Автор не боится провоцировать неполиткорректную брезгливость читателя.